παραλημπτής

παραλημπτής
ὁ, Α
βλ. παραλήπτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οινοπαραλημπτής — οἰνοπαραλημπτής και, κατά δ. γρφ., οἰνοπαραλήμπτης, ὁ (ΑΜ) επιστάτης παραλαβής οίνου, αυτός που αναλαμβάνει την πώληση οίνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + παραλημπτής (< παραλαμβάνω)] …   Dictionary of Greek

  • παραλήπτης — ο, θηλ. παραλήπτρια / παραληπτής και παραλημπτής, ΝΑ [παραλαμβάνω] νεοελλ. αυτός που παραλαμβάνει πράγμα που τού δίνουν ή που προορίζεται γι αυτόν ή αυτός που έχει το δικαίωμα να παραλάβει κάτι, αποδοχέας («παραλήπτης επιστολής») αρχ. 1. άτομο… …   Dictionary of Greek

  • σιτοπαραλήμπτης — ὁ, Α αυτός που παραλαμβάνει τις οφειλόμενες εισφορές σίτου, υπάλληλος τής κρατικής αποθήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + παραλημπτής, άλλος τ. τού παραλήπτης (< παραλαμβάνω)] …   Dictionary of Greek

  • χορτοπαραλήμπτης — ὁ, Α παραλήπτης χόρτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + παραλημπτής, άλλος τ. τού παραλήπτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”